Απόσπασμα της ομιλίας του Στέφαν Γκέτσεβ από το συνέδριο στους Δελφούς,
δημοσιευμένο στο περιοδικό «Αντί» (1993).
«Μετά τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, η Βουλγαρία βρέθηκε ξανά από την πλευρά των ηττημένων και βέβαια, η προπαγάνδα μας έλεγε ότι δε φταίει η δική μας πολιτική αλλά οι άλλοι και πρώτα απ’ όλα οι γείτονές μας. Το 1925 ήμουν δεκατεσσάρων χρονών έφηβος , είχα ήδη αρχίσει να γράφω ποιήματα και ήμουν βέβαιος ότι οι ποιητές μας, ήταν οι καλύτεροι.
Λίγο αργότερα, βρήκα σε ένα περιοδικό ένα άρθρο
για τη γιουγκοσλαβική ποίηση, αναφέρονταν μάλιστα και μερικά ποιήματα σύγχρονων τότε γιουγκοσλάβων ποιητών, Γιόβαν Ντούτσιτς , Τίν Ούγιαβιτς, Ίβο Άντριτς, Μίρ Κριέγλα, Γκούτσεβ Κρίκλετς και άλλων. Έμεινα έκπληκτος, τι ωραία ποίηση, αυτό προκάλεσε μια μικρή επανάσταση στην εφηβική μου ψυχή. Ένας λαός που έχει τέτοιους τρυφερούς και πνευματικούς ποιητές μπορεί να είναι κακός; Βρήκα μια ανθολογία γιουγκοσλαβικής ποίησης και άρχισα να μαθαίνω και τη γλώσσα και τότε διαμορφώθηκε στη συνείδησή μου η ιδέα, πως οι λαοί παγιδεύονται απ’ όσους χτίζουν υλικά και πνευματικά τείχη για να τους χωρίζουν. Αυτό βέβαια, δεν είναι κάτι νέο, αλλά για εμένα τότε ήταν. Το ίδιο έγινε και όταν ήρθα στην Ελλάδα το 1936 και γνώρισα τους έλληνες ποιητές, τον Καβάφη, τον Σολωμό, τον Κάλβο και τους νεότερους, όπως ο Σεφέρης και άλλοι. Σας βεβαιώ ότι εδώ δεν συνάντησα παρά μόνο συμπάθεια για τον δήθεν εχθρό τον Βούλγαρο.
Είχα υποσχεθεί, ότι θα κάνω ότι είναι μπορετό για να γνωρίσει ο λαός μου την εξαίσια ελληνική ποίηση. Οι δύο ανθολογίες της νέας ελληνικής ποίησης που δημοσίευσα στη Βουλγαρία μετά τον πόλεμο, αποδεικνύουν πως κράτησα τον λόγο μου. Αργότερα, ήρθε η γνωριμία μου με τη ρουμάνικη ποίηση μέσω μεταφράσεων δυστυχώς. Θαύμαζα και θαυμάζω την ποίηση του Αργέζη, του Ντόινας, του Στανέσκου και άλλων. Θυμάμαι με πόση περηφάνια έμαθα ότι ο Τριστάν Τσάρα, τον οποίο γνωρίζω προσωπικά, ο Ισιντόρ Ισού, ο Ιονέσκο, ήταν δικοί μας, Βαλκανικά ταλέντα. Το ίδιο χάρηκα και όταν πήρε το Νόμπελ ο Άντριτς, ο Σεφέρης και ο φίλος μου ο Ελύτης.
Σκέφτομαι, γιατί να μην εκδώσουμε μια ανθολογία Βαλκανικής ποίησης στις σχετικές γλώσσες και ταυτόχρονα σε μετάφραση; Είμαι βέβαιος, ότι ανεξάρτητα από τις τοπικές παραδόσεις και τις διάφορες ξένες επιρροές, υπάρχει μια κοινή ατμόσφαιρα, ένα ίσως κοινό πνεύμα. Είμαι σίγουρος, πως αυτά που μας ενώνουν είναι περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν.
Αλλά για να γίνει αυτό κοινή συνείδηση, πρέπει να περάσουμε ένα απλό αλλά δύσκολο δρόμο. Να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε πριν κρίνουμε. Να προσπαθήσουμε να γνωρίσουμε πριν μιλήσουμε κι όχι μόνο τους άλλους αλλά τον εαυτό μας.»